φλαμμουλάριος

φλαμμουλάριος
και φλαμουράριος, ο, ΝΜ
αυτός που φέρει το φλάμμουλο, σημαιοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλάμμουλον / φλάμουλον + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius), πρβλ. πλακουντ-άριος. Ο τ. φλαμουράριος με αφομοιωτική τροπή του -λ- σε -ρ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φλαμουράριος — ο, ΝΜ βλ. φλαμμουλάριος …   Dictionary of Greek

  • φλαμπουριάρης — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Επτανήσου, η οποία, μετά την Άλωση (1453), έφυγε από την Κωνσταντινούπολη και πήγε αρχικά στην Κρήτη, για να εγκατασταθεί τελικά, στο μεγαλύτερο μέρος της, στη Ζάκυνθο. Στον Ιωάννη Φ. και στους απογόνους του, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”